αέρια, ευγενή

αέρια, ευγενή
Αέρια που έχουν συμπληρωμένη την εξωτερική ηλεκτρονική τους στιβάδα (δύο ηλεκτρόνια το ήλιο και οκτώ τα υπόλοιπα) και γι’ αυτό τον λόγο δεν έχουν την τάση ούτε να αποβάλλουν ούτε να προσλαμβάνουν ηλεκτρόνια, με αποτέλεσμα να είναι χημικά αδρανή, δηλαδή να μην μπορούν να σχηματίσουν σταθερές ενώσεις με άλλα στοιχεία. Τα ε.α. είναι έξι: ήλιο (He), νέο (Ne), αργό (Ar), κρυπτό (Kr), ξένο (Xe) και ραδόνιο (Rn) και ανήκουν στην ένατη (μηδενική) ομάδα του περιοδικού συστήματος. Η οικογένεια των ε.α. ανακαλύφθηκε από τον Άγγλο χημικό Γουίλιαμ Ράμσεϊ, μεταξύ 1892 και 1908, ενώ το πρώτο μέλος της οικογένειας, το ήλιο, ανακαλύφθηκε το 1868 από τον Γάλλο Ζανσέν και τον Άγγλο Λόκιερ. Τα ε.α. υπάρχουν πάντα σε ελεύθερη μορφή στον ατμοσφαιρικό αέρα, αλλά υπάρχουν επίσης διαλυμένα στο νερό και σε ορισμένα ορυκτά και πετρώματα. Έχουν μόρια μονοατομικά, δεν έχουν χρώμα, οσμή ή γεύση, υγροποιούνται δύσκολα και σε υγρή ή στερεή κατάσταση είναι επίσης άχρωμα. Οι προσπάθειες για να σχηματιστούν χημικές ενώσεις των ε.α. για πολλά χρόνια υπήρξαν ανεπιτυχείς. Τo 1962 όμως έγινε η συνταρακτική ανακάλυψη της ένωσης XeF6, μιας σταθερής άχρωμης κρυσταλλικής ένωσης. Από τότε έχουν παρασκευαστεί πολλές ενώσεις Kr, Xe και Rn, όπου τα ε.α έχουν αριθμό οξείδωσης +1, +2, +4, +6 και +8.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευγενή αέρια — Ομάδα αδρανών χημικών στοιχείων, τα οποία δεν αντιδρούν με κανένα στοιχείο. Είναι τα: ήλιο, νέον, αργό, κρυπτό, ξένο, ραδόνιο. Βλ. λ. αέρια, ευγενή …   Dictionary of Greek

  • αδρανή αέρια — Βλ. λ. αέρια ευγενή …   Dictionary of Greek

  • αδράνεια — Η αντίδραση που προβάλλει ένα σώμα σε κάθε μεταβολή της κατάστασής του, είτε από ηρεμία σε κίνηση, είτε από κίνηση σε ηρεμία. Οι συνήθεις εκφράσεις α. ενός σώματος και κίνηση από την α. χρησιμοποιούνται όταν θέλουμε να εκφράσουμε: στην πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • ευγενής — ές (ΑΜ εὐγενής, ές, Α εὐηγενής, ὲς και ἠϋγενής, ές) 1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά 2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.) 3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.) 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτό — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Kr. Ανήκει στην ομάδα μηδέν του περιοδικού συστήματος (ομάδα των ευγενών αερίων), έχει ατομικό αριθμό 36 και ατομική μάζα 83,80. Είναι άχρωμο, άοσμο και άγευστο αέριο. Έχει έξι σταθερά ισότοπα και βρίσκεται στον αέρα,… …   Dictionary of Greek

  • μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… …   Dictionary of Greek

  • νιτρικό οξύ — Χημική ανόργανη ένωση (H ΝΟ3), ένα από τα ισχυρότερα γνωστά οξέα· στο Μεσαίωνα το χρησιμοποιούσαν οι χαράκτες για εργασίες πάνω σε χαλκό, με το όνομα «άκουα φόρτε». Τα άλατά του συναντιούνται αρκετά στη φύση: στη λιθόσφαιρα βρίσκονται το νιτρικό… …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”